- ἱππαρχικόν
- ἱππαρχικόςofmasc acc sgἱππαρχικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππαρχικός — ἱππαρχικός, ή, όν (Α) [ίππαρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον ίππαρχο 2. (το αρσ. ως κυρ. όν.) Ἱππαρχικός τίτλος πραγματείας τού Ξενοφώντος 3. φρ. α) «ἱππαρχικὸν ἐστί» είναι έργο ή καθήκον τού ιππάρχου (Ξεν.) β) «ἱππαρχικὴ ἠγεμονία» η… … Dictionary of Greek